Tuesday, December 20, 2016

   Σήμερα που η φρίκη δεν κουβεντιάζεται από την πολύπαθη Συρία μέχρι το γιορτινό Βερολίνο, ξαναθυμάμαι το ποίημα μου από τη συλλογή  30 και 1 Νυχτερινές Αντανακλάσεις (εκδ. Ηριδανός 2008) και λυπάμαι για την επικαιρότητά του:
                   

                                 Μιά ὑγρασία ἀναδίνει ἡ ματιά
                                 Καθώς καρφώνει τοῦ ὁρίζοντα τό  βάθος.
                                 Ἕνας ρυθμός  -πληγή τοῦ νοῦ -
                                 Τά χείλη ἐπιδέξια κυριεύει.
                                 Τό σῶμα ἀνθίζει ἀποτυπώματα
                                 Γυμνή ἀναδύεται ἡ μνήμη                                
                                 Σέ νύχτα ἀξημέρωτη.
                                  Ἄδεια πουκάμισα οἱ λέξεις
                                 Πασχίζουν τίς στιγμές νά θυμηθοῦν,
                                 Νά κουβεντιάσουνε τή φρίκη .
                                 
                                 Ἤμουν στά τρένα ἀνέμελος ταξιδευτής,
                                 Στή σκόνη τῆς Καμπούλ γυναίκα
                                 Τό ἁπλωμένο χέρι ἑνός παιδιοῦ
                                 Σέ λεωφόρο τῆς ἀβύσσου
                                 Βαγδάτη, Μαδρίτη ἤ Τέλ-Ἀβίβ
                                 Τό ἴδιο ἀντηχοῦν τόν θρῆνο,
                                 Ὅταν μέ αἷμα φτιασιδώνεται ἡ ὀργή.

                                 Λειψά βελάσματα μιμοῦνται οἱ λύκοι
                                 Σέ χαλκεῖα εὐτελοῦς συναλλαγῆς.
                                 Τά τύμπανα χορούς ὀλέθρου συνοδεύουν
                                 Ἐνῶ
                                Στά  μάτια αὐταπάτη ἡ ζωή.                                 

                                 Ἀνάσταση ἀληθείας προσδοκῶ.

                                 Μιά ὑγρασία ἀναδίνει ἡ ματιά…
                                 

Thursday, September 29, 2016



Ἕνας ἀναβαθμός



                     Ἀσκήθηκε ἡ ψυχή, 
              τόν φόβο συντροφεύει, 
              κάνει τούς ἐφιάλτες
              ὄνειρα.
               (Ἀπό τήν ἀνέκδοτη συλλογή Μικροί  Ἀναβαθμοί)

Monday, August 22, 2016

Για την Πανσέληνο

Στη γειτονιά της γης
μια πετριά απόσταη
απόψε.
Χύνεσαι στο γλαυκό πέλαγος,
τους ίσκιους μας σκηνοθετείς,
στους σαστισμένους μας ψιθύρους
βασιλεύεις.

Πώς ξεπερνάς χωρίς δισταγμό
τον εαυτό σου κάθε Αύγουστο;

Friday, April 29, 2016

KATA MATΘAION (33μ.X)



Τα γεγονότα της ημέρας εκείνης
τα έχουν καταγράψει σχεδόν αυτολεξεί
και οι τέσσερις :Μάρκος και Ιωάννης
Ματθαίος και Λουκάς. Ο ήλιος χάθηκε, η γη
σκοτείνιασε, το καταπέτασμα του ναού
άνοιξε στα δύο "άνωθεν ώς κάτω". Ήταν
η στιγμή που ο Ιησούς παρεέδωσε το πνεύμα.
Ο Ματθαίος (μόνον αυτός) προσθέτει
"τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα
των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη,
και εξελθόντες εκ των μνημείων εισήλθον
εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς".

Ο Λάμεχ είχε φύγει για τον άλλον κόσμο
πριν από δύο χρόνια. Εγερθείς, τρέχοντας
στην πρόωρα νυχτωμένη μέρα, έφτασε
την ψυχήν επί χείλεσιν έχων
στο πατρικό του σπίτι. τον υποδέχτηκαν
με δάκρυα χαράς, τον έπλυναν με μύρα,
του έδωσαν ρούχα καθαρά, του πρόσφεραν
αχνιστό φαγητό. Όταν οι οικείοι παραδόθηκαν
σε φοβισμένο ύπνο, ο Λάμεχ συνευρέθη
(κρυφίως και πολλάκις) με την κάποτε σύζυγό του
(εκείνη-κατά τον νόμο των Ιουδαίων-
είχε από καιρό παντρευτεί τον αδελφό του "νεκρού").
Ο Λάμεχ επέζησε χρόνους εβδομήντα.
Κι ύστερα απεβίωσεν.
Εκ νέου.

(Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Με δίχτυ τον άνεμο, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2015