Monday, September 28, 2015
Λογοτεχνική κριτική για την Ποιητική μου Συλλογή "ΦΩΣ"
Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου: Φάος Φάος Φάος Φως – της Ανθούλας Δανιήλ
Written by logotexnis // 26/09/2015 // Βιβλίο, Κριτική // Comments Off on Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου: Φάος Φάος Φάος Φως – της
Ανθούλας Δανιήλ
Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου
Φάος Φάος Φάος Φως
Εκδ. Γαβριηλίδη 2015
Φάος Φάος Φάος Φως
Εκδ. Γαβριηλίδη 2015
Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός
Είπε ο Σεφέρης (Τρία Κρυφά Ποιήματα, «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», Δ΄) και για «Παραλλαγές πάνω σε μιαν
αχτίδα» μίλησε ο Ελύτης. Και οι δύο ποιητές απέδιδαν το θέμα της ύπαρξης,
οντολογικά ή μεταφορικά, στο φως και το καθιστούσαν πρωταγωνιστικό πρόσωπο επί
της ποιητικής σκηνής. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι που το έκαναν. Σε όλη την
ελληνική παράδοση, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, το φως ήταν πάντα
συνυφασμένο με τη ζωή αλλά και με το θάνατο. Εν δε φάει και όλεσον, φωνάζει ο
Αίας στην Ιλιάδα (Ρ 647). Η Μήδεια μέσα στο φως με άρμα του ήλιου φεύγει από τη γη, ο Οιδίπους στον Κολωνό μέσα στο φως πεθαίνει. Ο Χριστός είναι φως, η αλήθεια είναι φως, η
διδασκαλία του είναι φως, η Μεταμόρφωσή του γίνεται μέσα στο φως, η Ανάστασή
του επίσης. Αυτό σημαίνει πως η Χρύσα Αλεξοπούλου, γνήσια απόγονος μιας μακράς
αλυσίδας ποιητών και κάτοικος μιας χώρας που το φως είναι το πρώτο στοιχείο της
ύπαρξης της, στην ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Φάος Φάος Φάος Φως, αναλαμβάνει να κάνει τη δική της περιήγηση στα τοπία του φωτός, που
ταυτίζονται με την περιήγηση στα τοπία της σκέψης και της ψυχής.
Η ποιήτρια, με τη φιλολογική της σκευή πλούσια, καταδύθηκε στην παράδοση
για να ψηλαφήσει το φως, και ως ζωή και ως θάνατο. «Κι ήλιος θάνατος μέσα στους
θανάτους» λέει ο Καρυωτάκης. Από την άλλη, αυτό το φως είναι «η δόξα των
Ελλήνων» που «έκαμαν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», λέει ο Εμπειρίκος,
οπότε τα δύο αντίθετα συνυπάρχουν και συνεμφανίζονται στο Φάος Φάος Φάος Φως. Το επαναλαμβανόμενο, τρεις φορές, ασυναίρετο «Φάος» «Φάος» «Φάος» θα
καταλήξει στο συνηρημένο «Φως» σαν, τολμώ να πω, τελευταία εκπομπή φωτός που,
αρχίζοντας από το Άλφα, με άνεση χρόνου και ανάσας, απότομα, ακαριαία, σταματά
στο Ωμέγα. Μια αλφαβήτα ζωής. Σε τούτο άλλωστε με καθοδηγεί και ο τίτλος του
κάθε ποιήματος που είναι ένα γράμμα της αλφαβήτας. Είκοσι τέσσερα
γράμματα-ποιήματα εναλλάσσονται: ένα κεφαλαίο, ένα πεζό. Σαν μεγάλη εισπνοή,
μικρή εκπνοή. Σαν ένα βήμα που πηγαίνει αγέρωχο, ακολουθούμενο από άλλο δειλό
και συνεσταλμένο. Σαν έλξη απώθηση, σαν κύμα της θάλασσας, σαν κύμα φωτός. Σαν
σήμα, «σημαφόρος» ίσως. Είναι ποιήματα μικρά και συχνά μοιάζουμε με
επιγράμματα, σαν πυκνωμένες σκέψεις, που αισθητικοποιήθηκαν σε εικόνες και
περιγράφηκαν με λέξεις. Με εσωτερική τάξη και αρμονία. Με κρυφό μέλος, με
αδιάκριτες ομοιοκαταληξίες. Ωστόσο, δεν μπορούν να μπουν στο μικροσκόπιο ούτε
στο τραπέζι του ανατόμου. Τα μυστικά της ποίησης είναι αόρατα σαν την ψυχή στο
σώμα, αισθητά όμως.
Στο πρώτο ποίημα:
Χωρίς τη φύση /και τα πάθη σου/ όλα ανυπαρξία,/ ένα τίποτα, ούτε καν ένα κενό,/
Γιατί και το κενό / το δάμασες,/αφού απρόσκοπτα/ Σε διαδίδει.
Και βέβαια έτσι είναι
«χωρίς τη φύση και τα πάθη σου». Τα
πάθη του φωτός. Του φωτός που στο κενό διαδίδεται, μεταδίδεται. Χωρίς αυτό το
θεϊκό και θεοποιημένο φως δεν υπάρχει τίποτα. Όμως, ευτυχώς, «Έσπασε η φλέβα Φως» και σαν μεγάλο
ποτάμι με τα παρακλάδια του «μικρές-μικρές
ακτίνες» , «νύμφες του τώρα»
απλώθηκε παντού. Γονιμοποιό όχι μόνο της ζωής αλλά και της σκέψης, «του λογισμού μολύβια» (β΄). Αλλά και
βαρίδια, αντισταθμίσματα στα πετάγματα της φαντασίας, γνώση. Με τη μετακίνηση
από το φως στο νερό, υποδηλώνεται και μια υποκατάσταση του ενός υλικού από το
άλλο – από τον Ηράκλειτο στον Θαλή- για να μπει στο παιχνίδι η μεταμορφωτική
δύναμη της ίδιας ζωής. Ρευστά όλα και μεταβλητά και το φως και το νερό και ο
αέρας και η γη, όλα στη υπηρεσία αυτού του αιώνιου τώρα που αενάως
ανακυκλώνεται, διαγράφοντας την παλίντροπο αρμονία του. Το εκάστοτε «τώρα» που
συμμετέχει στη χοάνη του αεί, το αεί που αφομοιώνει τα πάντα και τα μετατρέπει
όλα σε φως. Το ένα κάτω από τη γη και άλλο πάνω στο ουρανό να ορίζουν το είναι
και μη είναι των πάντων ή αλλιώς το φαίνεσθαι.
Η αλυσίδα των
μεταμορφώσεων συνεχίζεται. Είναι η σειρά των «επιθυμιών» και των «ροπών» να
πάρουν μορφή, σχήμα και χρώμα (Γ΄). Είναι η κατάληξή τους «υπογραφή»· «ενιαία σε κατάλευκο μάρμαρο/ αναθήματος».
Θα μπορούσαμε εδώ ίσως να ακούσουμε τη φωνή του Παλαμά και να δούμε την
υπογραφή του Πινδάρου: «Με μάλαμα γραμμένο το δοξάζει σε αστραφτερό κατεβατό
μαρμάρου ύμνος χρυσός, του αθάνατου Πινδάρου». Ο στίχος της Αλεξοπούλου
προδίδει την κληρονομιά του εκών άκων, φωτίζει τη συνάφεια του στίχου της με το
στίχο και το όνομα του ενός, το «μάρμαρο» το δικό της και του άλλου που ως μνημείο
παραμένει αθάνατο. Η υπόγεια ρίζα που στην επιφάνεια έσπασε, ο στίχος που,
ακολουθώντας τα χνάρια φανερώθηκε και ως νέο παρακλάδι φωτός τη φλέβα που
εσίγησε έδειξε. Να θέλει άραγε η ποιήτρια να μας πει πως ό,τι μένει από τον
άνθρωπο δεν είναι άλλο από αυτή την υπογραφή -το ποίημα- και ότι το ταπεινό
σαρκίο και ως σχήμα και ως χρώμα και ως φως και ως νερό εξαφανίζεται;
Ανακυκλώνεται; Τα ερωτήματα πληθαίνουν και ίσως αποκτούν έναν άδηλο
αυτοαναφορικό χαρακτήρα, όπως στο στ΄ ποίημα, όπου το «Φως, μόλις κηρίων/ εξήντα,/ τον φόβο νέκρωσε./ Στα χέρια του ξεψύχησε / η μνήμη».
Μια ακόμα λυρική
νότα- φλέβα ξεπηδά γεμάτη από αμφιβολία στο ποίημα η΄: «Ποιος λέει τώρα την αλήθεια;/ Σεληνόφως αυγουστιάτικο/ ξαπλώνει στο
κρεβάτι μου/ φύλλα ελιάς μαζί με την κορμοστασιά / αγέρωχου κυπαρισσιού/
-αταίριαστη συνεύρεση,/ σημαδιακή./ Ποιος λέει τώρα την αλήθεια;/ Τα μάτια μου
ή η αφή;»
Με χρονολογική σειρά
που εκκινεί από τον Ηράκλειτο -«κακοί μάρτυρες ανθρώπων οφθαλμοί»- από τους
πρώτους που αμφισβήτησε την αξιοπιστία της όρασης, τον Άπιστο Θωμά που έπρεπε
να θέσει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων για να πιστέψει στην Ανάσταση του
Δασκάλου του και τον Σεφέρη που ό,τι του έλεγαν έπρεπε να το ψηλαφήσει, η
αμφιβολία φτάνει στο ποίημα, αιωρούμενη ανάμεσα στο θαύμα του μακρινού
Σεληνόφωτος και του κοντινού χειροπιαστού κυπαρισσιού. Και ποια είναι η
αλήθεια; Για ποια αλήθεια μιλάμε; Ο υπαινιγμός, κινούμενος, ανάμεσα σε μια
«ελιά» και ένα «κυπαρίσσι», υποβάλλει μια αίσθηση χρονικής πορείας που μοιάζει
να δηλώνει την αρχή και το τέλος. Η λευκή φύση του φωτός κρατά κρυμμένα μέσα
της τα ποικίλα χρώματά της διαιωνίζοντας το μυστήριο «εις τους αιώνες» (Θ΄).
Στους στίχους «σκληρή λιακάδα/
μεσημεριού. Φιλί στο στόμα / σιωπής» ( ι΄) και «Το μεστωμένο στάχυ,/εκείνο το κόκκινο του δειλινού./ ο άσπρος τοίχος
του μεσημεριού διηγούνται τη/ δόξα Σου» (Κ΄) διακρίνουμε μια σχέση, η οποία
εδράζεται κυρίως στο ρόλο του μυστηριακού μεσημεριού. Ο άσπρος τοίχος με
παρασύρει κυρίως σε άλλα κείμενα (βλ.ηλ. περ. Παραθέματα Λόγου, Ανθούλα Δανιήλ,
Ο άσπρος τοίχος), στα οποία η εκτυφλωτική επιφάνεια του λευκού, υπαινίσσεται
πολλά αόρατα. Και όσο πιο λευκή τόσο πιο υπαινικτική. Στο παιχνίδι των φωτεινών
παραλλαγών, συμμετέχουν και οι σκιές και οι αντανακλάσεις και οι αστραπές («Από
το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος» λέει ο Ελύτης στο Ημερολόγιο, «Τρίτη, 7»). Στις αστραπές και τις «ανατολές, αναλαμπές, σύθαμπα/
κυματισμούς στις φυλλωσιές/σκοτάδια», όλα στην ίδια κατηγορία των φωτεινών
παραλλαγών ενταγμένα, υποδηλώνει τη θέση στο χρόνο αλλά και τη θέση στο σημείο
από το οποίο βλέπει. Η ποιήτρια είναι πιο κοντά στην «ελιά» ή προσεγγίζει το
«κυπαρίσσι»;
Τελικώς, η
Αλεξοπούλου βλέπει το φως και τη σκιά, δια μέσου του φωτός και της σκιάς, το
αγγίζει για να διερευνήσει την υφή του, για να ψηλαφήσει τα μυστικά της ζωής,
ψάχνει κάτω από τη ριγωμένη με αφρό γαλάζια θάλασσα (λ΄), αναγνωρίζει στα
βότσαλα τη διαμορφωτική δύναμη του νερού και του χρόνου (Μ΄), ερευνά το
φωτοκρατούμενο σύμπαν (ο΄), αναγνωρίζει ως «Φωτός
χορηγία» την «Πανσέληνο» (ρ΄),
αποδίδει τα εύσημα στη «φωτολάγνα Άνοιξη»
(Υ΄). Είναι ο υπαινιγμός, είναι η σημασία που δίνει ο καθένας μας στα φαινόμενα
και στα νοούμενα, είναι η «φωτομβρία» που θα δώσει νέα μορφή σε «πράγματα
οικεία», είναι το φως που θα εισβάλει και από μια χαραμάδα, έστω, για να δείξει
τις «απατηλές υπάρξεις» που
«αιωρούνται»; Είναι οι άπειρες νύξεις, οι μικρές φωτεινές αστραπές που ξαφνιάζουν
την αίσθηση και κεντρίζουν τον νου; Ό,τι και να είναι, είναι ποιήματα βαθιάς
απόσταξης. Μεγάλης γλωσσικής επεξεργασίας. Σκληρά διαμάντια, λαμπερά, όπως
λαμπερός είναι και ο επίλογος, ύμνος, εγκώμιο, ευχή και προσευχή, στο ποίημα
Ω΄:
«Αξίωνέ με, Φως/ ν’ ακούω / τις πολλές φωνές σου,/ τις διάφορες γραφές
σου/ να διαβάζω/ κάθε στιγμή που/ υπομνηματίζουνε/ το Σύμπαν».
Share this:
Subscribe to:
Posts (Atom)