"...Ο πατέρας, παρότι ζούσαμε και ζούμε στη Θεσσαλονίκη, ήθελε να τον θάψουμε στο μέρος που γεννήθηκε. Και λόγω του ότι είχε μανία με την τάξη διάλεξε τον ακριανό τάφο, στα δυτικά-για να είναι ακριβώς στη γωνία.
Δηλαδή, όχι μανία, όχι πάθος, ψύχωση είχε με την τάξη. Τα ήθελε όλα τακτοποιημένα, συμμετρικά, άψογα-μας βασάνιζε όλους στο σπίτι, καθημερινά. επειδ΄γ κάτι είχε μετακινηθεί, γιατί κάτι δεν βρίσκονταν ακριβώς στη θέση που ήταν την προηγούμενη, γιατί δεν βρήκε τις παντόφλες του να τον περιμένουν απολύτως παράλληλες, συμμετρικές έως χιλιοστού, μπροστά στο κρεβάτι. Μας έκανε, συνέχεια, μεγάλες φασαρίες, ήταν το μόνιμο φόβητρο μέσα στην οικογένεια.
Μερικές φορές πήγαινα και στράβωνα επίτηδες τα κάδρα στον τοίχο, μόνο και μόνο για να τον βλέπω να γίνεται έξω φρενών και να τα ξαναφτιάχνει βρίζοντας. Με το που έμπαινε στο σπίτι, γύριζε γύρω-γύρω, επιθεωρώντας σχολαστικά. Έψαχνε να δει, να ελέγξει λεπτομερώς αν όλα ήταν ακριβώς στη θέση τους. Η μάνα μου υπέφερε μια ζωή εξαιτίας αυτής της εμμονής του, όπως κι εγώ, ακόμα κι όταν μεγάλωσα-ώσπου πέθανε.
Πλησιάζω τώρα στο νεκροταφείο, μπαίνω, κοντοσιμώνω στον τάφο και τι να δω; Εξαιτίας μιας νεροφαγιάς, ενός μεγάλου αυλακιού που περνάει ακριβώς δίπλα από το νεκροταφείο, γλείφοντας σχεδόν τον τάφο, έχει φύγει λόγω των βροχών από τη μια μεριά το χώμα, έχει φαγωθεί βαθιά από κάτω, έπαθε καθίζηση, και το μάρμαρο του μνήματος γέρνει ολόκληρο αριστερά, πλάγια, προς τα έξω. Ο μόνος τάφος που στέκει τώρα στραβά, ασύμμετρα, μπaτάροντας, χαλώντας το ισιάδι και τη σειρά, είναι αυτός του πατέρα μου. Ο μόνος που χαλάει την τάξη. Και θα τον αφήσω έτσι, στραβό, επίτηδες. Οριστικά, αμετάκλητα.".
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, περ. Νέα Ευθύνη, τ. 13, 2012.
No comments:
Post a Comment