Τετάρτη, 15 Μάιος 2013 09:55
απόδοση: Belica-Antonia Kubareli
Τα
πρώτα μου βιβλία βγήκαν σχετικά εύκολα και γρήγορα. Όμως σύντομα το
γράψιμο δυσκόλεψε. Ίσως γιατί η θεωρητική γνώση έπνιγε τον αυθορμητισμό
μου, ίσως γιατί η πανεπιστημιακή μου δουλειά έπνιγε το συγγραφέα. Γι’
αυτό παράτησα νωρίς τα πανεπιστήμια. Είδα πολλούς να σταματούν το
γράψιμο, γιατί τους ρούφηξε η διδασκαλία.Διαβάζω πολύ και σπανίως οι αναγνώσεις μου έχουν σχέση με τα γραπτά μου. Μου αρέσει η ιστορία της τέχνης, η αρχιτεκτονική ιστορία, η μουσικολογία, τα ακαδημαϊκά βιβλία. Και η ποίηση. Κάθε καινούργιο βιβλίο εμπεριέχει δισταγμό κι αναβλητικότητα, που τα κουκουλώνω με το διάβασμα και τη μουσική. Και τα δύο με ενεργοποιούν και μου προξενούν ανυπομονησία και ενοχές που δε γράφω. Άρα τελικά με σπρώχνουν στο γράψιμο. Και επειδή λατρεύω τη φωτογραφία, δεν έχω φωτογραφική μηχανή γιατί φοβάμαι ότι θα κολλήσω και δε θα ξαναγράψω. Δε θα ήμουν αυτή που είμαι, δε θα καταλάβαινα αυτά που καταλαβαίνω, αν δεν είχα διαβάσει. Οι Ρώσοι έθεσαν το ερώτημα του ζην στη λογοτεχνία τους. Και για μένα το αξιόλογο μυθιστόρημα είναι ανάγνωσμα ψυχής που διευρύνει την αντίληψή μου για τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. ........................................................................................................................ Το γράψιμο είναι η πρακτική εφαρμογή (με ιδιαίτερη ένταση και προσοχή) της τέχνης της ανάγνωσης. Γράφεις ώστε να διαβάσεις όσα έγραψες, να δεις αν στέκουν και εφόσον ποτέ δε στέκουν με τη μία, να τα ξαναγράψεις όσες φορές χρειαστεί ώστε να φτάσεις σε κάτι που αντέχεις να διαβάσεις. Είσαι ο πρώτος σου και μάλλον ο πιο κακιασμένος σου αναγνώστης. «Γράψιμο σημαίνει να κρίνεις τον εαυτό σου», έγραψε ο Ίψεν. Όμως, τι γίνεται αν αυτό που έγραψες με την πρώτη είναι καλό; Ναι, μερικές φορές είναι, και μάλιστα πολύ καλό. Κι αυτό, για μένα τουλάχιστον, σημαίνει ότι σε μια δεύτερη ανάγνωση ή σε προφορικό έλεγχο, διαβάζοντάς το δυνατά, μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερο. Πάντως δεν εννοώ ότι ο συγγραφέας οφείλει να βασανίζεται και να ταλαιπωρείται για να γράψει κάτι καλό. Ο Σάμιουελ Τζόνσον είπε: «Ό,τι γράφεται χωρίς κόπο είναι συνήθως ένα ανάγνωσμα χωρίς απόλαυση». Μόνο που το ρητό του, όπως πιθανόν και ο ίδιος, δεν ταιριάζουν στην εποχή μας και σαφώς πολλά απ’ όσα γράφονται χωρίς κόπο δίνουν μεγάλη ευχαρίστηση στους αναγνώστες. Ωστόσο το θέμα δεν είναι η κρίση του αναγνώστη που ίσως και να προτιμά ένα βιβλίο λιγότερο επεξεργασμένο και πιο αυθόρμητο, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας που εθίζεται στο ανικανοποίητο. Σκέφτεσαι: αν το έφτασα ως εδώ χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μήπως μπορώ να το καλυτερέψω; Και συνεχίζεις. Και παρόλο που το ξαναγράψιμο και οι αναγνώσεις φαίνονται κοπιαστική δουλειά, είναι στην πραγματικότητα οι μεγαλύτερες ηδονές. Μερικές φορές είναι και οι μοναδικές ηδονές της γραφής. Αν ξεκινώντας να γράψεις έχεις κάποια ιδέα για το τι εστί λογοτεχνία, τότε μπράβο για το θάρρος σου όσο κι αν πανικοβάλλεσαι. Γιατί βουτάς σε παγωμένη λίμνη, όπως λέει ο Νίτσε. Όμως ύστερα έρχεται η ζεστασιά αφού έχεις κάτι μπροστά σου, το δουλεύεις, το επεξεργάζεσαι, το διορθώνεις. ......................................................................................................................... Όπως το άγαλμα υπονοείται σε κάθε κομμάτι μάρμαρο, έτσι και το μυθιστόρημα κρύβεται στο μυαλό σου. Και προσπαθείς να το απελευθερώσεις. Να αποτυπώσεις όσα σκέφτεσαι στις σελίδες σου, να αποδώσεις τις σκέψεις με λέξεις ώστε το βιβλίο σου να πλησιάσει τους σπασμούς της ανάτασης που ένιωθες όταν το σκεφτόσουν. Διαβάζεις ξανά και ξανά τις φράσεις. Αυτό είναι το βιβλίο που γράφω; Αυτό είναι όλο; Η αμφιβολία σε υποσκάπτει. Και ίσως δεν τολμάς να ικανοποιηθείς, όμως ταυτόχρονα σου αρέσει αυτό που έγραψες. Και τσακώνεις την ηδονή σου, την ηδονή του αναγνώστη στις σελίδες σου, αυτό το κάτι πέρα απ’ την απόλαυση. Τώρα πια το ξέρω καλά: Πρέπει να αρνηθείς πολλά και να δεχτείς να σου αφαιρέσουν άλλα τόσα, αν θες να τα καταφέρεις στο γράψιμο. Για μένα το γράψιμο είναι μια σειρά από δικαιώματα που παραχωρείς στον εαυτό σου ώστε να εκφραστείς. Το δικαίωμα στην εφευρετικότητα. Στα άλματα. Στις πτήσεις. Στις πτώσεις. Στην εξεύρεση του προσωπικού, χαρακτηριστικού τρόπου αφήγησης, με πεισματική ευλάβεια στην αναζήτηση της εσώτερης ελευθερίας σου. Να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου χωρίς να τον σακατεύεις. Να μη σταματάς πολύ συχνά για να σε διαβάσεις. Να επιτρέψεις στον εαυτό σου να σκέφτεται ότι πας καλά, ή τουλάχιστον δεν πας χάλια, έτσι ώστε να συνεχίζεις. Χωρίς να περιμένεις να σε χτυπήσει η τρελή έμπνευση. ................................................................................................................................................................. Ο Γέιτς είπε ότι πρέπει να διαλέξεις μεταξύ της τέλειας ζωής και της τέλειας δουλειάς. Για μένα το γράψιμο είναι ζωή και μάλιστα πολύ ιδιόρρυθμη. Φυσικά αν ζωή σημαίνει και οι άλλοι άνθρωποι, τότε ο Γέιτς έχει δίκιο. Το γράψιμο απαιτεί τεράστια απομόνωση. Για να μαλακώσω την αγριότητά της, επέλεξα να μη γράφω συνεχώς. Μ’ αρέσει να βγαίνω και να ταξιδεύω και δε γράφω όταν ταξιδεύω. Μ’ αρέσει να μιλάω, να ακούω, να κοιτάζω, να παρατηρώ, να προσέχω τους άλλους, τα όσα συμβαίνουν. Ίσως πάσχω από κάποιο σύνδρομο υπερβολικής προσοχής. ............................................................................................................................................................. Όταν με ξαναχτύπησε ο καρκίνος κι αναγκάστηκα να σταματήσω το γράψιμο ενός μυθιστορήματός μου, ένας καλός μου φίλος, νιώθοντας την απόγνωση και τον τρόμο μου, προσφέρθηκε να πάρει άδεια απ’ τη δουλειά του και να έρθει να μείνει μαζί μου για όσο χρειαζόταν, ώστε να του υπαγορεύσω το υπόλοιπο κείμενο. Είχα ήδη σχεδόν τελειώσει τα πρώτα οχτώ κεφάλαια. Είχα πιάσει το ένατο και πίστευα ότι είχα στο κεφάλι μου και το δέκατο, άρα θεωρητικά έπρεπε να δεχτώ. Κι όμως. Αρνήθηκα την απίστευτα γενναιόδωρη και συγκινητική του πρόταση. Το τέλειωσα μόνη μου. Ο καρκίνος δεν κατάφερε να νικήσει τον έρωτα της γραφής. Αυτός ο φονιάς με επισκέφτηκε πολλές φορές και τον μισώ. Όμως έμαθα να τον πολεμάω με τα δικά μου όπλα: τα βιβλία μου. Ναι, για μένα ο θάνατος είναι άδικος σαν φόνος και δεν πρόκειται ποτέ να τον παραδεχτώ. Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004): Πολυβραβευμένη Αμερικανή μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, με μεταπτυχιακά στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη θεολογία. Αρκετά βιβλία της έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. |
No comments:
Post a Comment