Monday, December 21, 2015

"ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΣΗ" , Χάρης Βλαβιανός

" Επειδή ο γιος μου, όταν ήταν πέντε χρονών, μου είπε: μη σβήνεις το φως, φοβάμαι, ακούω το σκοτάδι".

"Επειδή τους μήνες που έζησα στην Αμοργό έβλεπα κάθε απόγευμα μιά όμορφη γυναίκα να τρέχει στο νεκροταφείο για να πει τα νέα της ημέρας στον άντρα της ".

"Επειδή μετά το εγκεφαλικό ο Σικελιανός αναφώνησε ¨Είδα το απόλυτο μαύρο και ήταν ανέκφραστα ωραίο".

"Επειδή "όταν η ψυχή πάψει να θαυμάζει, έχει ηττηθεί" (Πεσσόα) ".

"Επειδή μένω ακόμη έκθαμβος μπρος στην αιώνια παρθενικότητα των λέξεων ".

Thursday, October 15, 2015

Μακάρι να μην μας αφορούν αυτές οι ευχές!

Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη
ΙΑ΄
Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις, πώς
δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους, μές στή
βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα κουπάκι του
καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ
βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.
Αργύρης Χιόνης

Monday, September 28, 2015

Λογοτεχνική κριτική για την Ποιητική μου Συλλογή "ΦΩΣ"



Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου: Φάος Φάος Φάος Φως – της Ανθούλας Δανιήλ
Written by logotexnis  //  26/09/2015  //  Βιβλίο, Κριτική  //  Comments Off on Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου: Φάος Φάος Φάος Φως – της Ανθούλας Δανιήλ
tumblr_nv46jtKrPx1ua6x9lo2_500
Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου
Φάος Φάος Φάος Φως
Εκδ. Γαβριηλίδη 2015
Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός
Είπε ο Σεφέρης (Τρία Κρυφά Ποιήματα, «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», Δ΄) και για «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» μίλησε ο Ελύτης. Και οι δύο ποιητές απέδιδαν το θέμα της ύπαρξης, οντολογικά ή μεταφορικά, στο φως και το καθιστούσαν πρωταγωνιστικό πρόσωπο επί της ποιητικής σκηνής. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι που το έκαναν. Σε όλη την ελληνική παράδοση, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, το φως ήταν πάντα συνυφασμένο με τη ζωή αλλά και με το θάνατο. Εν δε φάει και όλεσον, φωνάζει ο Αίας στην Ιλιάδα (Ρ 647). Η Μήδεια μέσα στο φως με άρμα του ήλιου φεύγει από τη γη, ο Οιδίπους στον Κολωνό μέσα στο φως πεθαίνει. Ο Χριστός είναι φως, η αλήθεια είναι φως, η διδασκαλία του είναι φως, η Μεταμόρφωσή του γίνεται μέσα στο φως, η Ανάστασή του επίσης. Αυτό σημαίνει πως η Χρύσα Αλεξοπούλου, γνήσια απόγονος μιας μακράς αλυσίδας ποιητών και κάτοικος μιας χώρας που το φως είναι το πρώτο στοιχείο της ύπαρξης της, στην ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Φάος Φάος Φάος Φως, αναλαμβάνει να κάνει τη δική της περιήγηση στα τοπία του φωτός, που ταυτίζονται με την περιήγηση στα τοπία της σκέψης και της ψυχής.
Η ποιήτρια, με τη φιλολογική της σκευή πλούσια, καταδύθηκε στην παράδοση για να ψηλαφήσει το φως, και ως ζωή και ως θάνατο. «Κι ήλιος θάνατος μέσα στους θανάτους» λέει ο Καρυωτάκης. Από την άλλη, αυτό το φως είναι «η δόξα των Ελλήνων» που «έκαμαν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», λέει ο Εμπειρίκος, οπότε τα δύο αντίθετα συνυπάρχουν και συνεμφανίζονται στο Φάος Φάος Φάος Φως. Το επαναλαμβανόμενο, τρεις φορές, ασυναίρετο «Φάος» «Φάος» «Φάος» θα καταλήξει στο συνηρημένο «Φως» σαν, τολμώ να πω, τελευταία εκπομπή φωτός που, αρχίζοντας από το Άλφα, με άνεση χρόνου και ανάσας, απότομα, ακαριαία, σταματά στο Ωμέγα. Μια αλφαβήτα ζωής. Σε τούτο άλλωστε με καθοδηγεί και ο τίτλος του κάθε ποιήματος που είναι ένα γράμμα της αλφαβήτας. Είκοσι τέσσερα γράμματα-ποιήματα εναλλάσσονται: ένα κεφαλαίο, ένα πεζό. Σαν μεγάλη εισπνοή, μικρή εκπνοή. Σαν ένα βήμα που πηγαίνει αγέρωχο, ακολουθούμενο από άλλο δειλό και συνεσταλμένο. Σαν έλξη απώθηση, σαν κύμα της θάλασσας, σαν κύμα φωτός. Σαν σήμα, «σημαφόρος» ίσως. Είναι ποιήματα μικρά και συχνά μοιάζουμε με επιγράμματα, σαν πυκνωμένες σκέψεις, που αισθητικοποιήθηκαν σε εικόνες και περιγράφηκαν με λέξεις. Με εσωτερική τάξη και αρμονία. Με κρυφό μέλος, με αδιάκριτες ομοιοκαταληξίες. Ωστόσο, δεν μπορούν να μπουν στο μικροσκόπιο ούτε στο τραπέζι του ανατόμου. Τα μυστικά της ποίησης είναι αόρατα σαν την ψυχή στο σώμα, αισθητά όμως.
Στο πρώτο ποίημα:

Χωρίς τη φύση /και τα πάθη σου/ όλα ανυπαρξία,/ ένα τίποτα, ούτε καν ένα κενό,/
Γιατί και το κενό / το δάμασες,/αφού απρόσκοπτα/ Σε διαδίδει.
Και βέβαια έτσι είναι «χωρίς τη φύση και τα πάθη σου». Τα πάθη του φωτός. Του φωτός που στο κενό διαδίδεται, μεταδίδεται. Χωρίς αυτό το θεϊκό και θεοποιημένο φως δεν υπάρχει τίποτα. Όμως, ευτυχώς, «Έσπασε η φλέβα Φως» και σαν μεγάλο ποτάμι με τα παρακλάδια του «μικρές-μικρές ακτίνες» , «νύμφες του τώρα» απλώθηκε παντού. Γονιμοποιό όχι μόνο της ζωής αλλά και της σκέψης, «του λογισμού μολύβια» (β΄). Αλλά και βαρίδια, αντισταθμίσματα στα πετάγματα της φαντασίας, γνώση. Με τη μετακίνηση από το φως στο νερό, υποδηλώνεται και μια υποκατάσταση του ενός υλικού από το άλλο – από τον Ηράκλειτο στον Θαλή- για να μπει στο παιχνίδι η μεταμορφωτική δύναμη της ίδιας ζωής. Ρευστά όλα και μεταβλητά και το φως και το νερό και ο αέρας και η γη, όλα στη υπηρεσία αυτού του αιώνιου τώρα που αενάως ανακυκλώνεται, διαγράφοντας την παλίντροπο αρμονία του. Το εκάστοτε «τώρα» που συμμετέχει στη χοάνη του αεί, το αεί που αφομοιώνει τα πάντα και τα μετατρέπει όλα σε φως. Το ένα κάτω από τη γη και άλλο πάνω στο ουρανό να ορίζουν το είναι και μη είναι των πάντων ή αλλιώς το φαίνεσθαι.
Η αλυσίδα των μεταμορφώσεων συνεχίζεται. Είναι η σειρά των «επιθυμιών» και των «ροπών» να πάρουν μορφή, σχήμα και χρώμα (Γ΄). Είναι η κατάληξή τους «υπογραφή»· «ενιαία σε κατάλευκο μάρμαρο/ αναθήματος». Θα μπορούσαμε εδώ ίσως να ακούσουμε τη φωνή του Παλαμά και να δούμε την υπογραφή του Πινδάρου: «Με μάλαμα γραμμένο το δοξάζει σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου ύμνος χρυσός, του αθάνατου Πινδάρου». Ο στίχος της Αλεξοπούλου προδίδει την κληρονομιά του εκών άκων, φωτίζει τη συνάφεια του στίχου της με το στίχο και το όνομα του ενός, το «μάρμαρο» το δικό της και του άλλου που ως μνημείο παραμένει αθάνατο. Η υπόγεια ρίζα που στην επιφάνεια έσπασε, ο στίχος που, ακολουθώντας τα χνάρια φανερώθηκε και ως νέο παρακλάδι φωτός τη φλέβα που εσίγησε έδειξε. Να θέλει άραγε η ποιήτρια να μας πει πως ό,τι μένει από τον άνθρωπο δεν είναι άλλο από αυτή την υπογραφή -το ποίημα- και ότι το ταπεινό σαρκίο και ως σχήμα και ως χρώμα και ως φως και ως νερό εξαφανίζεται; Ανακυκλώνεται; Τα ερωτήματα πληθαίνουν και ίσως αποκτούν έναν άδηλο αυτοαναφορικό χαρακτήρα, όπως στο στ΄ ποίημα, όπου το «Φως, μόλις κηρίων/ εξήντα,/ τον φόβο νέκρωσε./ Στα χέρια του ξεψύχησε / η μνήμη».
Μια ακόμα λυρική νότα- φλέβα ξεπηδά γεμάτη από αμφιβολία στο ποίημα η΄: «Ποιος λέει τώρα την αλήθεια;/ Σεληνόφως αυγουστιάτικο/ ξαπλώνει στο κρεβάτι μου/ φύλλα ελιάς μαζί με την κορμοστασιά / αγέρωχου κυπαρισσιού/ -αταίριαστη συνεύρεση,/ σημαδιακή./ Ποιος λέει τώρα την αλήθεια;/ Τα μάτια μου ή η αφή;»
Με χρονολογική σειρά που εκκινεί από τον Ηράκλειτο -«κακοί μάρτυρες ανθρώπων οφθαλμοί»- από τους πρώτους που αμφισβήτησε την αξιοπιστία της όρασης, τον Άπιστο Θωμά που έπρεπε να θέσει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων για να πιστέψει στην Ανάσταση του Δασκάλου του και τον Σεφέρη που ό,τι του έλεγαν έπρεπε να το ψηλαφήσει, η αμφιβολία φτάνει στο ποίημα, αιωρούμενη ανάμεσα στο θαύμα του μακρινού Σεληνόφωτος και του κοντινού χειροπιαστού κυπαρισσιού. Και ποια είναι η αλήθεια; Για ποια αλήθεια μιλάμε; Ο υπαινιγμός, κινούμενος, ανάμεσα σε μια «ελιά» και ένα «κυπαρίσσι», υποβάλλει μια αίσθηση χρονικής πορείας που μοιάζει να δηλώνει την αρχή και το τέλος. Η λευκή φύση του φωτός κρατά κρυμμένα μέσα της τα ποικίλα χρώματά της διαιωνίζοντας το μυστήριο «εις τους αιώνες» (Θ΄).
Στους στίχους «σκληρή λιακάδα/ μεσημεριού. Φιλί στο στόμα / σιωπής» ( ι΄) και «Το μεστωμένο στάχυ,/εκείνο το κόκκινο του δειλινού./ ο άσπρος τοίχος του μεσημεριού διηγούνται τη/ δόξα Σου» (Κ΄) διακρίνουμε μια σχέση, η οποία εδράζεται κυρίως στο ρόλο του μυστηριακού μεσημεριού. Ο άσπρος τοίχος με παρασύρει κυρίως σε άλλα κείμενα (βλ.ηλ. περ. Παραθέματα Λόγου, Ανθούλα Δανιήλ, Ο άσπρος τοίχος), στα οποία η εκτυφλωτική επιφάνεια του λευκού, υπαινίσσεται πολλά αόρατα. Και όσο πιο λευκή τόσο πιο υπαινικτική. Στο παιχνίδι των φωτεινών παραλλαγών, συμμετέχουν και οι σκιές και οι αντανακλάσεις και οι αστραπές («Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος» λέει ο Ελύτης στο Ημερολόγιο, «Τρίτη, 7»). Στις αστραπές και τις «ανατολές, αναλαμπές, σύθαμπα/ κυματισμούς στις φυλλωσιές/σκοτάδια», όλα στην ίδια κατηγορία των φωτεινών παραλλαγών ενταγμένα, υποδηλώνει τη θέση στο χρόνο αλλά και τη θέση στο σημείο από το οποίο βλέπει. Η ποιήτρια είναι πιο κοντά στην «ελιά» ή προσεγγίζει το «κυπαρίσσι»;
Τελικώς, η Αλεξοπούλου βλέπει το φως και τη σκιά, δια μέσου του φωτός και της σκιάς, το αγγίζει για να διερευνήσει την υφή του, για να ψηλαφήσει τα μυστικά της ζωής, ψάχνει κάτω από τη ριγωμένη με αφρό γαλάζια θάλασσα (λ΄), αναγνωρίζει στα βότσαλα τη διαμορφωτική δύναμη του νερού και του χρόνου (Μ΄), ερευνά το φωτοκρατούμενο σύμπαν (ο΄), αναγνωρίζει ως «Φωτός χορηγία» την «Πανσέληνο» (ρ΄), αποδίδει τα εύσημα στη «φωτολάγνα Άνοιξη» (Υ΄). Είναι ο υπαινιγμός, είναι η σημασία που δίνει ο καθένας μας στα φαινόμενα και στα νοούμενα, είναι η «φωτομβρία» που θα δώσει νέα μορφή σε «πράγματα οικεία», είναι το φως που θα εισβάλει και από μια χαραμάδα, έστω, για να δείξει τις «απατηλές υπάρξεις» που «αιωρούνται»; Είναι οι άπειρες νύξεις, οι μικρές φωτεινές αστραπές που ξαφνιάζουν την αίσθηση και κεντρίζουν τον νου; Ό,τι και να είναι, είναι ποιήματα βαθιάς απόσταξης. Μεγάλης γλωσσικής επεξεργασίας. Σκληρά διαμάντια, λαμπερά, όπως λαμπερός είναι και ο επίλογος, ύμνος, εγκώμιο, ευχή και προσευχή, στο ποίημα Ω΄:
«Αξίωνέ με, Φως/ ν’ ακούω / τις πολλές φωνές σου,/ τις διάφορες γραφές σου/ να διαβάζω/ κάθε στιγμή που/ υπομνηματίζουνε/ το Σύμπαν».
Share this:

Sunday, May 24, 2015

"Τα Λύτρα", Μάρκος Μέσκος

Τώρα  
μετράει το βιός του
πόσα χαράματα πόσες αφιλόξενες νύχτες πόση ξενιτιά  
και πόση αντίδωρη αγάπη
χάθηκε στη ζωή του.

Saturday, May 2, 2015



            Ἐπινοοῦν κερκόπορτες οἱ πόθοι,
          τήν ψυχή τραβοῡν ἀπ' τό μανίκι
          σέ πορεία μετέωρη.
          Κι ὅταν στά μάτια ἴσια τούς κοιτάξεις,
          τό γράφημα τῆς τόλμης ἐκτυπώνουν
          ἤ τῆς παραίτησης τόν μυστικό σεισμό.

                       (Από την ανέκδοτη συλλογή Εγκώμιον)

Thursday, March 26, 2015

Ε΄


Ἀρνήθηκες τόν χρόνο,
ἄχρονο Φῶς.
Τόν ἄφησες νά πορεύεται
ἔξω ἀπό σένα.
Κι ὅμως διαλέγεις πάντα
τή  διαδρομή πού τόν λιγότερο
ξοδεύει χρόνο.

Φειδώ ἤ ὑπεροψία;

(Από τη Συλλογή ΦΩΣ που είναι υπό έκδοση στις εκδ. Γαβριηλίδη)

Sunday, January 18, 2015

Αναλογίες



         Τό ἀπέραντο, τά κύματα,

         ὁ βυθός.

         Τό μέγεθος, οἱ μεταπτώσεις,

         τό  βάθος.

         Θάλασσα- Ἀγάπη

         Ἀναλογίες.
       (από την ανέκδοτη συλλογή Εγκώμιον)

Αθλούμενοι στη μελαγχολία

 "...Η μελαγχολία είναι η πτώση στην άβυσσο, είναι η εμπειρία της απουσίας εγγενούς νοήματος και μιας ύστατης υπερβατικής αναφοράς ή παρηγορίας και για αυτό είναι απολύτως αναγκαία για μια αναστοχαστική τέχνη του βίου. Η μελαγχολία δεν εξαλείφεται ούτε εξορκίζεται, πράγμα άλλωστε επιθυμητό διότι μας υποδεικνύει τη δόση ματαιότητας που εμπεριέχει κάθε τέχνη του βίου. Η μελαγχολία μάς υπενθυμίζει ότι διάγουμε τον βίο μας στο χείλος αυτής της αβύσσου ότι το ζητούμενο δεν είναι να "πετύχουμε" ή να "νικήσουμε". Μας υπενθυμίζει ότι η διαμόρφωση του βίου θα μείνει αναγκαστικά ημιτελής, ότι θα αφήσουμε πίσω μας, ανολοκλήρωρα σχέδια, απραγματοποίητες επιθυμίες και ανείπωτα λόγια. Η μελαγχολία είναι η επίγνωση της αδυναμίας μας...Η μελαγχολία υποδεικνύει στην  τέχνη του βίου τα όριά της...Η μελαγχολία δεν είναι ασθενεια και για αυτό δεν επιδέχεται θεραπείας, όμως είναι δυνατόν να βιωθεί διαφορετικά.Μια αναστοχαστική τέχνη του βίου περιλαμβάνειτη μελαγχολία στους κόλπους της εξασφαλίζοντας έτσι ένα πυρήνα διαρκούς ανησυχίας και αμφιβολίας που την διατηρεί σε εγρήγορση αναθερμαίνοντας την ευαισθησία..." 
   (του Θεοφάνη Τάση στην Καθημερινή της Κυριακής)

Wednesday, January 7, 2015

Με τον τρόπο της σκέψης του Ελύτη

      "Η μοναξιά είναι -θα πρέπει να 'ναι- για τον ποιητή ό,τι ο αέρας και το νερό για το λουλούδι. Μέσα στη μοναξιά ανθίζει η ποίηση. Από τη μοναξιά του ποιητή κραταιώνεται. Μέσα στους κόλπους της μοναχικότητας και μόνο βρίσκει τη δύναμη ο ποιητής να αντιπαρατεθεί στον μεγάλο του αντίπαλο:στον εαυτό και να βρει τον πιο μεγάλο του σύμμαχο:τον εαυτο του πάλι..
      Μόνος ξεκινά κανείς μέσα στην ποίηση, για να συντελεστεί το μέγα μυστήριο της ένωσης με τον άλλο. Τον κάθε άλλο. Τον εδώ ή τον πέρα. Τον εντός μας και τον δίπλα μας. Για να του ψιθυρίσουμε αλήθειες και όνειρα. Για να γυμνωθεί ο ποιητής ως την άκρα ταπείνωση. Και να εισπράξει την απροσμέτρητη ανταμοιβή. Τη μέθεξη στο θαύμα.
      Κι είναι αυτή η πράξη του πράξη αντάρτη και υποτακτικού μαζί. Πράξη νομιμοφροσύνης και αντιπαράθεσης. Πρώτα και κύρια με το παρελθόν. Με τους προγόνους. Ποιητές και μη.
                       Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
                       Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
       Είναι το παρελθόν που καθοδηγεί, που δίνει στον ποιητή τα υλικά και την προαιώνια δύναμη να ανδρωθεί για να ορθωθεί και να το νικήσει. Να πατήσει πάνω σε χνάρια παλιά, να αφήσει ίχνη δικά του. Αλλά μόνος. Σε αυτόν τον αγώνα δεν υπάρχει συνοδοιπόρος. Μόνο στοιχειά, που άλλοτε τον κατευοδωνουν κι άλλοτε τον καταδιώκουν. Στο βάθος η Ποίηση πάντα κραταιά τον περιμένει, για να του δώσει όχι  αγάπη, αλλά ταραχή κι αντάρα. Τέτοια ζωή. Στα άκρα.
                        Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
                        Αλλά θέλω της όρθιας ξέσκεπης θάλασσας τον καλπασμό                                   
         Ορθώνονται τα στοιχεία της φύσης. Φέρνουν τα πάνω κάτω στην ψυχή και στην ύπαρξη. Δεν είναι ηρεμία και γαλήνη, είναι ανατροπή η Ποίηση. Ή τουλάχιστον τέτοια που την θέλει ο Ελύτης:μια όρθια ξέσκεπη θάλασσα, κι αυτός καραβοκύρης τρελός να πλοηγεί το σκαρί του κόντρα στα κύματα….  Ο Ελύτης ανήκει στους ποιητές που η σχέση τους με την ποίηση ήταν μια διαρκής αναμέτρηση με το όλο. Η κάθε λέξη που έβαλε πάνω στο χαρτί ήταν κι ένας άθλος επί του απείρου…Δεν απαγκιάζει στην Ποίηση ο Ελύτης. Και κυρίως δεν την χρησιμοποιεί…Αφήνεται σε αυτήν για να τον χρησιμοποιήσει.
 Την άγρια αυτή ώρα, τη μυστική, επισφραγίζεται η συμφωνία με τον Θεό:
                                 Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
  Η συναίνεση αυτή σημαίνει και το θεϊκό δώρο. Αντίδωρο η ποίηση. Τίμημα η μοναξιά".

(Από τη μελέτη  του Γιάννη Ευθυμιάδη  Δώδεκα κείμενα συνομιλίας με το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Καλλιγράφος) 
   


ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ!!



              Χαῖρε Χρόνε Ἄχρονε,
             Ἑτοιμάζω τά δοχεῖα γιά τή νέα  ἐσοδεία
             Νά μοῦ χωρέσεις ποσότητες
             Ἡδονῆς ἤ πόνου
             Γιά νά μετρήσω ἔτσι στήν ὥρα τοῦ θανάτου σου
            Τό μέγεθος τῆς ὕπαρξής μου.
                                       (Από τη συλλογή 30 και 1 Νυχτερινές Αντανακλάσεις)